- ἀλφιτεύω
- ἀλφῐτ-εύω,A grind barley, Hippon.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] … Dictionary of Greek
ἀλφιτεύσοντας — ἀλφιτεύω grind barley fut part act masc acc pl ἀ̱λφιτεύσοντας , ἀλφιτεύω grind barley futperf ind act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφιτεία — ἀλφιτεία, η (Α) [ἀλφιτεύω] η αλφιτοποιία* … Dictionary of Greek
αλφιτείον — ἀλφιτεῑον, το (Α) [ἀλφιτεύω] αλευρόμυλος … Dictionary of Greek